παντρειά

παντρειά
και παντριά, η
1. νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, γάμος
2. φρ. α) «είναι τής παντρειάς» — βρίσκεται σε ηλικία γάμου
β) «με το ζόρι παντρειά» — λέγεται για καθετί που επιβάλλεται με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπανδρειά < ὑπανδρεύω, με σίγηση τού αρκτικού υ- λόγω τού ότι θεωρήθηκε άρθρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παντρειά — η νόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, γάμος: Τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά; (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • κρέμασμα — το (Μ κρέμασμαν) [κρεμώ] το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ. 1. απαγχονισμός 2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά μσν. στήριγμα …   Dictionary of Greek

  • νυμφίωσις — νυμφίωσις, ἡ (Μ) [νυμφιώ] ο γάμος, η παντρειά …   Dictionary of Greek

  • νύμφευμα — νύμφευμα, τὸ (Α) [νυμφεύω] 1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.) 2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • νύμφευση — η (ΑΜ νύμφευσις) [νυμφεύω] σύζευξη, γάμος, στέψη, παντρειά …   Dictionary of Greek

  • πάντρεμα — το [παντρεύω] η παντρειά …   Dictionary of Greek

  • παντρολογώ — έω και άω 1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω 2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”